αζωγράφιστος

αζωγράφιστος
resimlenmemiş, resmedilmemiş

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αζωγράφιστος — αζωγράφιστος, η, ο και αζωγράφητος, η, ο αυτός που δεν είναι ζωγραφισμένος, διακοσμημένος: Παντού υπήρχαν ζωγραφιές· μόνο το ταβάνι ήταν αζωγράφιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζωγράφιστος — η, ο [ζωγραφίζω] 1. αυτός που δεν τόν ζωγράφισε κανείς, που δεν τόν απεικόνισε, ο μη ζωγραφισμένος 2. που δεν διακοσμήθηκε ή δεν είναι δυνατόν να διακοσμηθεί με ζωγραφική, ο αδιακόσμητος …   Dictionary of Greek

  • αζωγράφητος — η, ο [ζωγραφώ] ο αζωγράφιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”